- Πάμμων
- Πάμμων: a son of Priam, Il. 24.250†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Πάμμων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάμμων — Σκύριος που κατέστρεψε την κατασκευασμένη από πέτρες στήλη που έστησε ο Ξέρξης ανάμεσα στη Σκιάθο και στη Μαγνησία για να επισημάνει την ύφαλο του Μύρμηκα, που σήμερα λέγεται Λευτέρης. Ογκόλιθους από τη στήλη αυτή βρήκε και ανέλκυσε ο πλοίαρχος Σ … Dictionary of Greek
Πάμμονα — Πάμμων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάμμονι — Πάμμων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάμμονος — Πάμμων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pammon — PAMMON, ŏnis, Gr. Πάμμων, ονος, (⇒ Tab. XXXI.) einer von des Priamus Söhnen, welche er mit der Hekuba, seiner rechten Gemahlinn, zeugete. Apollod. l. III. c. 11. §. 5 … Gründliches mythologisches Lexikon